Μετάβαση στο περιεχόμενο

Παιχνίδι (αντικείμενο)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για άλλες χρήσεις της λέξης, δείτε: Παιχνίδι (δραστηριότητα).
Αλογάκι με τροχούς, 950-900 π.Χ., Αρχαιολογικό μουσείο Κεραμεικού

Με τον προσδιορισμό παιχνίδι ή παιγνίδι[1] ονομάζονται τα αντικείμενα τα οποία δεν έχουν άμεσα πρακτική χρήση αλλά χρησιμοποιούνται για την φυσική δραστηριότητα του παιχνιδιού. Αντικείμενα τα οποία χρησιμοποιούνταν ως παιχνίδια υπήρχαν ήδη από την προϊστορική εποχή, καθώς είναι αλληλένδετα με την θεμελιώδη ανθρώπινη δραστηριότητα της ψυχαγωγίας, ωστόσο έχουν και εκπαιδευτικές χρήσεις και χρησιμοποιούνται από όλες τις ηλικίες. Τα παιχνίδια μπορούν να είναι είτε κατασκευασμένα ειδικά για τον σκοπό του παιξίματος, π.χ. ένα ξύλινο αλογάκι, ή να χρησιμοποιούνται ως παιχνίδια σύμφωνα με τη διάθεση του συμμετέχοντα, π.χ. η χρήση καλτσών για κουκλοθέατρο. Μια νεότερη διάσταση των παιχνιδιών είναι και τα ψηφιακά βιντεοπαιχνίδια, ενώ υπάρχουν περιπτώσεις όπου τα παιχνίδια αποκτώνται κυρίως ως συλλεκτικά αντικείμενα.

Η χρήση των παιχνιδιών είναι σημαντική για την πνευματική ανάπτυξη των παιδιών καθώς και για την διδασκαλία του περιβάλλοντα κόσμου. Στους ενήλικες τα παιχνίδια χρησιμοποιούνται ως μέσο ενίσχυσης των κοινωνικών δεσμών, εξάσκηση πνευματικών και σωματικών ικανοτήτων, καθώς και για διακοσμητικούς σκοπούς.

Κυλιόμενη στεφάνη ως είδος παιχνιδιού, λεπτομέρεια από ερυθρόμορφο αγγείο του 470 π.Χ.

Η πιο απλή μορφή παιχνιδιού είναι η χρήση ενός αντικειμένου, π.χ. μιας πέτρας ή ενός βελανιδιού ως παιχνίδι. Ωστόσο έχουν ανασκαφεί παιχνίδια στην περιοχή του πολιτισμού της κοιλάδας του Ινδού τα οποία χρονολογούνται στην περίοδο 3000 με 1500 π.Χ. και έχουν τη μορφή μικρών καροτσιών, σφυριχτρών με σχήμα πουλιών, και μαϊμούδων, τα οποία σύρονται πάνω σε σπάγκο.[2]

Τα παλαιότερα παιχνίδια ήταν κατασκευασμένα από υλικά που είναι διαθέσιμα απευθείας στο φυσικό περιβάλλον, όπως πέτρες, κλαδιά, και πηλό. Χιλιάδες έτη πριν τα παιδιά στην αρχαία Αίγυπτο έπαιζαν με ξύλινες κούκλες οι οποίες είχαν περούκες και κινητά μέλη,[3] ενώ στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη υπήρχαν κούκλες, τόξα και γιογιό κατασκευασμένα από τερακότα ή κερί. Όταν τα παιδιά ενηλικιώνονταν το έθιμο ήταν να θυσιάζουν τα παιχνίδια της παιδικής τους ηλικίας αφιερώνοντας τα στους θεούς, με παρόμοια έθιμα να ισχύουν πριν τον γάμο των νεαρών κοριτσιών.[4][5]

Το παλαιότερα μηχανικό παζλ εμφανίστηκε επίσης από την αρχαία Ελλάδα τον 3ο αιώνα π.Χ., όπου το παιχνίδι αποτελούνταν από ένα τετράγωνο διαιρεμένο σε 14 τμήματα, με τον σκοπό να είναι η δημιουργία σχημάτων από τα κομμάτια αυτά όπως κατά το οστομάχιον.

Η Σαπουνόφουσκα, Ζαν Μπατίστ Σιμεόν Σαρντέν, 1730

Η χρήση των παιχνιδιών διαδόθηκε σημαντικά κατά την εποχή του Διαφωτισμού και την αλλαγή των αντιλήψεων που τη συνόδεψαν. Τα παιδιά άρχισαν να λογίζονται ως αυτόνομες προσωπικότητες, παρά ως απλές επεκτάσεις της οικογένειας και είχαν το δικαίωμα να αναπτυχθούν και να απολαύσουν την παιδική ηλικία τους. Η ποικιλία και ο αριθμός των παιχνιδιών που κατασκευάστηκαν κατά τον 18ο αιώνα μεγάλωσε σταδιακά. Το πρώτο επιτραπέζιο παζλ δημιουργήθηκε το 1767 ώστε να προωθήσει την εκμάθηση της γεωγραφίας και των διάφορων χωρών του κόσμου από τα παιδιά. Το κουνιστό αλογάκι δημιουργήθηκε επίσης κατά την ίδια περίοδο στην Αγγλία, ιδιαίτερα για τις ευκατάστατες οικογένειες, και αποσκοπούσε στην ανάπτυξη της αίσθησης της ισορροπίας των παιδιών.[6]

Απεικόνιση του 19ου αιώνα με τον χαρτααετό ως παιχνίδι

Οι σαπουνόφουσκες ξεκίνησαν ως παιχνίδι από το φύσημα του αφρού που απέμενε από το πλύσιμο των ρούχων, ενώ άλλα δημοφιλή παιχνίδια υπήρξαν οι κυλιόμενες στεφάνες, τα τρενάκια, οι χαρταετοί, και οι μαριονέτες. Τα πρώτα επιτραπέζια παιχνίδια δημιουργήθηκαν κατά την δεκαετία του 1750,[7]και ήταν κυρίως παιχνίδια γεωγραφικής θεματολογίας όπου οι συμμετέχοντες έπαιζαν ρίχνοντας τα ζάρια και καταλήγοντας σε διάφορες θέσεις στον χάρτη του παιχνιδιού.[8]

Κατά τον 19ο αιώνα η έμφαση εστιάστηκε στα παιχνίδια τα οποία συνοδευόταν από εκπαιδευτική αξία και χρήση, όπως παζλ, βιβλία, κάρτες, και επιτραπέζια παιχνίδια. Τα παιχνίδια με θρησκευτικό περιεχόμενο ήταν επίσης δημοφιλή, όπως μοντέλα της κιβωτού του Νώε, φάτνες και άλλα παρόμοια παιχνίδια εμπνευσμένα από την Βίβλο. Με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου της μεσαίας τάξης τα παιδιά πλέον είχαν περισσότερο ελεύθερο χρόνο, κάτι που οδήγησε στην εφαρμογή των βιομηχανικών μεθόδων για την μαζική κατασκευή παιχνιδιών.[8]

Υπήρξαν και πιο περίπλοκα παιχνίδια, όπως το καλειδοσκόπιο το οποίο εφευρέθηκε το 1817 και σύντομα γνώρισε μεγάλη δημοφιλία σε Λονδίνο και Παρίσι.

Ο κύβος του Ρούμπικ είναι ένα από τα πλέον δημοφιλή παιχνίδια που εμφανίστηκαν στον 20ό αιώνα

Οι αρχές του 20ού αιώνα έφεραν την εκτεταμένη ανάπτυξη της βιομηχανίας παιχνιδιών, με την κατασκευή και διάθεση πληθώρας τύπων παιχνιδιών τα οποία παράγονταν πλέον σε μεγάλη κλίμακα και σταδιακά απευθύνονταν τόσο σε άτομα μικρής ηλικίας όσο και μεγάλης.

Στα τέλη του 20ου αιώνα, με την ανάπτυξη της τεχνολογίας εμφανίστηκαν τα ψηφιακά βιντεοπαιχνίδια αποτέλεσαν μια εξ'ολοκλήρου νέα κατηγορία παιχνιδιών η οποία γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση και δημοφιλία σε όλες τις ηλικίες.

  1. Τριανταφυλλίδης. «Λεξικό της κοινής νεοελληνικής». Παιχνίδι. greek-language.gr. 
  2. «MrDonn.org - Daily Life in Ancient India, including the mysterious Indus Valley Civilization». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Σεπτεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2016. 
  3. Maspero, Gaston Camille Charles. Manual of Egyptian Archaeology and Guide to the Study of Antiquities in Egypt. Project Gutenberg. 
  4. Powell, Barry B. (2001). Classical Myth; Third Edition. Upper Saddle River, NJ: Prentice Hall. σελίδες 33–34. ISBN 0-13-088442-1. 
  5. Oliver, Valerie (1996). «History Of The Yo-Yo». Spintastics Skill Toys, Inc. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Αυγούστου 2006. Ανακτήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 2006. 
  6. «History of the Rocking Horse». Ανακτήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2012. 
  7. FRB Whitehouse (Table Games of Georgian and Victorian Days, Priory House, Herfortshire, UK, 1951)
  8. 8,0 8,1 «History of Toys». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Δεκεμβρίο�� 2013. Ανακτήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2012. 

Σχετική βιβλιογραφία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]