break bad

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

break bad (en)

  • επαναστατώ, σταματάω να πηγαίνω με τις συμβάσεις που μου υπαγορεύει ο νόμος ή η κοινωνία