substantivigi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
substantivigi < substantiv(o) + igi
ρήμα substantivigi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας substantivigas substantiviganta substantivigata
αόριστος substantivigis substantiviginta substantivigita
μέλλοντας substantivigos substantivigonta substantivigota
υποθετική substantivigus - -
προστακτική substantivigu - -

substantivigi (eo)