welfare
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- welfare < μέση αγγλική welefare, πιθανόν αγγλοσαξονικής προέλευσης. Μορφολογικά αναλύεται σε wel(l) + fare.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]welfare (en)
- η ευημερία, η γενική υγεία, την ευτυχία και την ασφάλεια ενός ατόμου, ενός ζώου ή μιας ομάδας
- ⮡ They work for the welfare of the state.
- Εργάζονται για την ευημερία του έθνους.
- ⮡ They work for the welfare of the state.
- η πρόνοια, η μέριμνα, η πρακτική ή οικονομική βοήθεια που παρέχεται, κατά κανόνα από το κράτος και τις δημόσιες υπηρεσίες, σε ανθρώπους ή ζώα που τη χρειάζονται
- ⮡ state welfare for earthquake victims - η κρατική πρόνοια για τους σεισμοπαθείς
- ⮡ welfare ministry/services - υπουργείο/υπηρεσίες πρόνοιας
- ⮡ Social welfare must be undertaken by the state and not left to charity.
- Η κοινωνική πρόνοια/μέριμνα πρέπει να αναλαμβάνεται από την πολιτεία κι όχι να αφήνεται στη φιλανθρωπία.
- ⮡ Social welfare depends as much on the size of the national income as on the method of distribution.
- Η κοινωνική ευημερία εξαρτάται τόσο από το μέγεθος του εθνικού εισοδήματος όσο και από τον τρόπο κατανομής του.