wreck

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wreck (en)

  1. το ερείπιο
  2. σύγκρουση που οδηγεί σε σοβαρό τραυματισμό ή θάνατο