xylitol
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
xylitol | xylitols |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]xylitol (fr) αρσενικό
- η ξυλιτόλη
ενικός | πληθυντικός |
xylitol | xylitols |
xylitol (fr) αρσενικό